λίπασμα — a greasy form of ulceration neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίπασμα — το, ατος φυσική ή τεχνητή ουσία που βοηθάει στην ανάπτυξη των φυτών: Η κοπριά είναι ζωικό λίπασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιπασμάτων — λίπασμα a greasy form of ulceration neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπάσμασι — λίπασμα a greasy form of ulceration neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπάσμασιν — λίπασμα a greasy form of ulceration neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπάσματα — λίπασμα a greasy form of ulceration neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπάσματι — λίπασμα a greasy form of ulceration neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπάσματος — λίπασμα a greasy form of ulceration neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπριά — Οργανικό λίπασμα, το οποίο αποτελείται από στερεά περιττώματα ζώων, αναμεμειγμένα με υποστρωματικό υλικό. Η χρήση της κ. ως λίπασμα είναι γνωστή από τα αρχαία χρόνια. Σήμερα, ωστόσο, χρησιμεύει περισσότερο ως βιοκαύσιμο στα θερμοκήπια και για την … Dictionary of Greek
κοπρία — Οργανικό λίπασμα, το οποίο αποτελείται από στερεά περιττώματα ζώων, αναμεμειγμένα με υποστρωματικό υλικό. Η χρήση της κ. ως λίπασμα είναι γνωστή από τα αρχαία χρόνια. Σήμερα, ωστόσο, χρησιμεύει περισσότερο ως βιοκαύσιμο στα θερμοκήπια και για την … Dictionary of Greek