λίπασμα

λίπασμα
το (Α λίπασμα) [λιπαίνω]
νεοελλ.
1. φυσική ή τεχνητή ουσία που προστίθεται στο έδαφος για να αυξήσει τη γονιμότητά του και να συντελέσει στην ανάπτυξη και παραγωγικότητα τών φυτών (α. «φυσικά λιπάσματα» β. «χημικά [ή συνθετικά] λιπάσματα»)
2. φρ. «διαφυλλικό λίπασμα» — λίπασμα που διασκορπίζεται στο φύλλωμα τών καλλιεργούμενων φυτών από το οποίο και απορροφάται
αρχ.
1. παχύτητα, πάχος
2. ουσία που παχαίνει («πορεύεσθε, φάγετε λιπάσματα, καὶ πίετε γλυκάσματα», ΠΔ)
3. αλοιφή
4. φρ. «λιπάσματα ὀφθαλμῶν» — τα δάκρυα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λίπασμα — a greasy form of ulceration neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίπασμα — το, ατος φυσική ή τεχνητή ουσία που βοηθάει στην ανάπτυξη των φυτών: Η κοπριά είναι ζωικό λίπασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιπασμάτων — λίπασμα a greasy form of ulceration neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπάσμασι — λίπασμα a greasy form of ulceration neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπάσμασιν — λίπασμα a greasy form of ulceration neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπάσματα — λίπασμα a greasy form of ulceration neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπάσματι — λίπασμα a greasy form of ulceration neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπάσματος — λίπασμα a greasy form of ulceration neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπριά — Οργανικό λίπασμα, το οποίο αποτελείται από στερεά περιττώματα ζώων, αναμεμειγμένα με υποστρωματικό υλικό. Η χρήση της κ. ως λίπασμα είναι γνωστή από τα αρχαία χρόνια. Σήμερα, ωστόσο, χρησιμεύει περισσότερο ως βιοκαύσιμο στα θερμοκήπια και για την …   Dictionary of Greek

  • κοπρία — Οργανικό λίπασμα, το οποίο αποτελείται από στερεά περιττώματα ζώων, αναμεμειγμένα με υποστρωματικό υλικό. Η χρήση της κ. ως λίπασμα είναι γνωστή από τα αρχαία χρόνια. Σήμερα, ωστόσο, χρησιμεύει περισσότερο ως βιοκαύσιμο στα θερμοκήπια και για την …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”